Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα σκηνικά

См. также в других словарях:

  • σκηνικά — σκηνικός of the stage neut nom/voc/acc pl σκηνικά̱ , σκηνικός of the stage fem nom/voc/acc dual σκηνικά̱ , σκηνικός of the stage fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικάς — σκηνικά̱ς , σκηνικός of the stage fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνογραφία — Σύνολο στοιχείων καλλιτεχνικού και τεχνικού χαρακτήρα που σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση, επιτρέπει την πραγμάτωση του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται η σκηνή. Η σ. στο θέατρο συνδέεται με την ιστορία του θεάτρου. Ήδη οι… …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινός, Πάνος — (Κέρκυρα 1886 – Παρίσι 1930).Ζωγράφος και σκηνογράφος. Άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική παρακολουθώντας νυχτερινά μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Αργότερα o πατέρας του, επειδή αντιλήφθηκε τη μεγάλη κλίση του στη ζωγραφική, τον έστειλε να σπουδάσει στην… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Καραντινός, Σωκράτης — (Αθήνα 1906 – 1979). Σκηνοθέτης του θεάτρου. Σπούδασε θέατρο στην Αθήνα και στη Βιέννη και ίδρυσε τη Νέα Δραματική Σχολή στην Αθήνα (1937). Σκηνοθέτησε πολλά δραματικά έργα στο Θέατρο Αθηνών, στην Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου και στο Εθνικό Θέατρο …   Dictionary of Greek

  • διάκοσμος — ο (Α διάκοσμος) [κόσμος] μσν. νεοελλ. 1. όλα όσα χρησιμεύουν στη διακόσμηση, τα στολίδια νεοελλ. 1. η διακοσμητική σύνθεση ως σύνολο 2. ο ρυθμός μιας διακοσμητικής σύνθεσης 3. φρ. «σκηνικός διάκοσμος» τα σκηνικά, ο φωτισμός, και όλα τα τεχνικά… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • εξώστρα — Ένα από τα σκηνικά μηχανήματα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου. Ταυτιζόταν με το εκκύκλημα που χρησιμοποιούσαν για την προώθηση στη σκηνή διαφόρων αντικειμένων (θρόνος, ξόανα θεοί κλπ.) ή για την επίδειξη του εσωτερικού χώρου ενός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»